λακέρυζα

λακέρυζα
λακέρυζα
one that screams
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λακέρυζα — λακέρυζα, ἡ (Α) 1. (για πτηνό) αυτή που κρώζει δυνατά («οὐκ οἶσθ ὅτι πέντ ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κορώνη;», Αριστοφ.) 2. (για σκύλα) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < λακερός] …   Dictionary of Greek

  • λακέρυζαι — λακέρυζα one that screams fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακέρυζαν — λακέρυζα one that screams fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) …   Dictionary of Greek

  • λακέρυζος — λακέρυζος, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Σατύρου) φλύαρος, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές παρ. τού λακέρυζα*] …   Dictionary of Greek

  • λακερύζω — (AM) [λακέρυζα] κάνω θόρυβο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”